- προαιωνίου
- προαιώνιοςbefore timemasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνάναρχος — ον, ΝΜΑ [ἄναρχος] θεολ. 1. ο επίσης άναρχος, αυτός που δεν έχει αρχή, όπως και κάποιος άλλος («πῶς γέννημα δυνατὸν εἶναι συνάναρχον τῷ γεννήτορι», Γρηγ. Νύσσ.) 2. προσωνυμία τού ομοούσιου με τον Πατέρα Υιού και τοῡ Αγίου Πνεύματος. επίρρ...… … Dictionary of Greek
ωκεανός — Σύμφωνα με την αρχαία ελληνική αντίληψη, ο Ω. ήταν τεράστιος ποταμός από τον οποίο ανέτειλαν η Ηώς, ο Ήλιος και οι αστέρες, και σε αυτόν βυθίζονταν όταν έδυαν. Οι αρχαίοι πίστευαν επίσης πως πέρα από τον Ω. υπήρχε ο ζοφερός Άδης. Κατά την αρχαία… … Dictionary of Greek